- ότοβος
- ὄτοβος, ὁ (Α)1. ισχυρός κρότος, θόρυβος, κτύπος, βοή («ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω», Αισχύλ.)2. (γενικά) ήχος («γλυκὺν αὐλῶν ὄτοβον», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. με εκφραστικό επίθημα -βος (πρβλ. θόρυβος, φλοίσβος), βλ. και λ. οτοτοί].
Dictionary of Greek. 2013.